- φεύγω
- ΝΜΑ, και φεόγω Α1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.)2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν, Ἀριαῑος δὲ πεφευγὼς ἐν τῷ σταθμῷ εἴη», Ξεν.)3. διαφεύγω, δραπετεύω (α. «μού σκανταλίστει το κλουβί και μού 'φυγε τ' αηδόνι», δημ. τραγούδιβ. «δαιμόνιε ἀνδρῶν, τί φεύγεις αἰεί, ἐξεόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν;», Ηρόδ.)4. αποφεύγω κάτι («το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» — είναι αδύνατο να αποφύγει κανείς ό,τι τού είναι γραφτό, αρχ. γνωμ.)νεοελλ.1. φρ. α) «όπου φύγει φύγει» — δηλώνει εσπευσμένη φυγήβ) «έφυγε στα τέσσερα» — έφυγε γρήγορα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσωγ) «έφυγε αλά γαλλικά» — έφυγε χωρίς να γίνει αντιληπτός, κρυφά ή ύπουλαδ) «κοίταξε μην σού φύγει καμιά κουβέντα» — κράτα το μυστικό, μην τό λες σε κανένανε) «κοίταξε μην σού φύγει κανένας λόγος»(ειρωνικά) πρόσεξε μήπως δεν απαντήσεις σε κάτι, συνήθως προσβλητικό, που σού είπανστ) «κάπου κάπου τού φεύγουν»(για γέρο ή άρρωστο άνθρωπο) αποβάλλει ούρα ή κόπρανα χωρίς να τό καταλάβειμσν.(για κρασί) ξινίζωαρχ.1. (κυριολ. και μτφ.) (για πράγμ.) ξεφεύγω (α. «Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον ἡνία», Ομ. Ιλ.β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.)2. (με απρμφ.) αποφεύγω ή διστάζω να πράξω κάτι3. εγκαταλείπω την πατρίδα μου λόγω εγκλήματος που διέπραξα, γίνομαι φυγάς·4. ζω ως εξόριστος, ζω στην εξορία5. (ως αττ. δικανικός όρος) α) μηνύομαι, καταδιώκομαιβ) μιλώ ως συνήγορος, υποστηρίζω6. ισχυρίζομαι («ἔφευγε μὴ εἰδέναι», Σοφ.)7. (συχν. ιδίως στον ενεστ. και τον παρατ. ενυπάρχει στο ρ. η σημ. τής επιθυμίας, τής πρόθεσης ή τής προσπάθειας) θέλω ή προσπαθώ να φύγω8. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ φευγων(νομ.) ο κατηγορούμενος9. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ φεύγοντεςοι εξόριστοι10. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ φεῡγοντο τμήμα ενός αντικειμένου που γλιστράει από τα χέρια κάποιου11. φρ. α) «φεύγω ὑπό τινος» — τρέπομαι σε φυγή από κάποιονβ) «φεύγω τὴν παρὰ θάλασσαν»(ενν. ὁδόν) αναχωρώ εσπευσμένα προς τη θάλασσα (Ηρόδ.)γ) «φεύγω εἰς» — βρίσκω καταφύγιο κάπου, καταφεύγω (Ευρ.)δ) «φεύγω φόνον» — αποφεύγω τις συνέπειες τού φόνου (Ευρ.)ε) «φεύγω ὑπό τινος» — εξορίζομαι από κάποιονστ) «φεύγω ἐξ Ἀρείου Πάγου» — εξορίζομαι σύμφωνα με απόφαση τού Αρείου Πάγου (Δείν.)ζ) «φεύγω ἀειφυγίαν» — εξορίζομαι για πάντα (Πλάτ.)η) «φεύγω γραφὴν [ή δίκην]» — δικάζομαι ως κατηγορούμενος για κάτι, είμαι υπόδικος·θ) «φεύγω [δίκην] φόνου» — κατηγορούμαι για φόνοι) «φεύγω δειλίας» — κατηγορούμαι για δειλίαια) «φεύγω δίκην ὑπό τινος» — κατηγορούμαι από κάποιον (Δημοσθ.)ιβ) «φεύγω ἀσεβείας ὑπό τινος» — κατηγορούμαι ως ασεβής (Πλάτ.)ιγ) «τὸ φεῡγον ψήφισμα» — ψήφισμα υπό συζήτηση (Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φεύγω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *bheu-g- «φεύγω, δραπετεύω» και μπορεί να συνδεθεί με τα λιθουαν. baugus «δειλός» και bauginti «τρομοκρατώ, φοβίζω» και με το λατ. fugio «φεύγω», σχηματισμένο από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας, όπως και ο ελλ. αόρ. β' ἔ-φυγ-ον και οι υπόλοιποι τ. της Ελληνικής που εμφανίζουν θ. φυγ-. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαντούν σε άλλες ΙΕ γλώσσες τ. πολύ κοντινοί από μορφολογική άποψη προς το ρ. φεύγω, οι οποίοι, όμως, διαφέρουν σημασιολογικώς, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη σύνδεσή τους με το ρ. φεύγω, πρβλ. αρχ. ινδ. bhujati «διπλώνει», γοτθ. biugan «λυγίζω», γερμ. biegen «λυγίζω», αλλά και αβεστ. bunĵainti «σώζουν, ελευθερώνουν» (για τη σχέση τού τ. με το ρ. φυγγάνω*), γοτθ. us-baugjan «σκουπίζω». Η σχέση τών τ. αυτών παραμένει δυσερμήνευτη, έχει, όμως, προταθεί η αναγωγή τους σε τρεις διαφορετικές ρίζες με κοινή μορφή *bheu-g- με σημ.: α) «φεύγω»β) «λυγίζω» και γ) «απομακρύνω, καθαρίζω, ελευθερώνω». Το ρ. φεύγω απαντά ως α' συνθετικό λ. με ποικίλες μορφές: α) φυγ(ο)-, από το θ. τού αορ. με ή χωρίς συνδετικό φωνήεν -ο- (πρβλ. φυγ-αίχμης, φυγό-πονος)β) φευγ(ο)-, από το θ. τού ενεστ. (πρβλ. φεύγ-υδρος)γ) φυξι-, από ένα όν. δηλωτικό τού δράστη ενεργείας ή τής ενέργειας, βλ. και λ. φύξις (πρβλ. φυξί-πολις) και σε μτγν. τ. φευξι- (πρβλ. φεῦξις)και δ) φυγε-, από το θ. τού αορ., κατά τα α' συνθετικά σε ε- (πρβλ. αρχε-, εχε-*) μόνο στο μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο pu2ke-qiri.ΠΑΡ. αρχ. φεύξις, φύγδα, φύγδην, φύγιμονμσν.φυγείοννεοελλ.φεύγα, φευγάλα, φευγαλέος, φεύγας, φευγάτος, φευγιό.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φυγόδικος, φυγόμαχος, φυγοπόλεμος, φυγόπονος·αρχ. φεύγυδρος, φυγαίχμης, φυγανθρωπεύω, φυγαρσενία, φυγαρχώ, φύγεργος, φυγοδέμνιος, φυγόλεκτρος, φυγόξενος, φυγόπατρις, φυγόπολις, φυξανορία, φυξήλιος, φυξίμηλος, φυξίπολις·αρχ.-μσν. φευξασπίδιον, φυγόδεμνος·νεοελλ. φυγόκεντρος, φυγόποινος, φυγόστρατος. (Β' συνθετικό) αποφεύγω, διαφεύγω, διεκφεύγω, εκφεύγω, καταφεύγω, προσφεύγω, υπεκφεύγωαρχ.αναφεύγω, αντιφεύγω, αποπροφεύγω, εκπροφεύγω, εμφεύγω, παραφεύγω, παρεκπροφεύγω, περιφεύγω, προεκφεύγω, προκαταφεύγω, προσαναφεύγω, προϋποφεύγω, προφεύγω, συγκαταφεύγω, ουμφεύγω, συνδιαφεύγω, συνεκφεύγω, συνεπιφεύγω, υπεκπροφεύγω, υπερεκφεύγω, υπερφεύγω, υποφεύγωνεοελλ.αντιπροσφεύγω, γοργοφεύγω, επαναπροσφεύγω, ξαναφεύγω, ξεφεύγω, πρωτοφεύγω].
Dictionary of Greek. 2013.